Μητρικός θηλασμός και καρκίνος του μαστού
Μια δύσκολη εξίσωση, για τη λύση της οποίας είναι απαραίτητος ο προηγούμενος τακτικός έλεγχος της μέλλουσας μητέρας.
Στις κατευθυντήριες οδηγίες, «Μητρικός θηλασμός και χρήση ανθρώπινου γάλακτος», που δημοσιεύτηκαν στο τεύχος Μαρτίου 2012 του Pediatrics, η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής (AAP) επιβεβαιώνει τη σύστασή της για αποκλειστικό θηλασμό (χωρίς χορήγηση άλλων ροφημάτων ή νερού) για τους πρώτους περίπου έξι μήνες της ζωής του μωρού, ακολουθούμενο από θηλασμό σε συνδυασμό με την εισαγωγή συμπληρωματικών τροφών έως την ηλικία τουλάχιστον των 12 μηνών και συνέχιση του θηλασμού για όσο χρόνο επιθυμούν αμοιβαία η μητέρα και το μωρό.
Οι μητέρες που θηλάζουν ξέρουν ότι προσφέρουν στα μωρά τους ένα υγιές ξεκίνημα. Εδώ είναι κάτι που οι περισσότερες από αυτές, όμως, δεν γνωρίζουν, ότι μειώνουν, επίσης, τον δικό τους κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, σύμφωνα με το American Institute for Cancer Research (AICR).
Προϋπόθεση, βέβαια, είναι να υπάρχει αποκλειστικός θηλασμός για έξι μήνες. Παράταση του θηλασμού πέραν του εξαμήνου και ιδιαίτερα πέραν του ενός έτους προσφέρει ακόμα μεγαλύτερη μείωση του κινδύνου από καρκίνο του μαστού.
Η παρατηρούμενη προστασία που παρέχεται από τον θηλασμό θεωρείται ότι σχετίζεται με ορμονικές αλλαγές, κατά τη διάρκεια της γαλουχίας, που καθυστερούν τις περιόδους εμμηνόρροιας μιας νέας μητέρας. Αυτό μειώνει τη διάρκεια της έκθεσης μιας γυναίκας σε ορμόνες, όπως τα οιστρογόνα, η οποία συνδέεται με τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, προκαλείται απόπτωση κυττάρων του μαστού. Αυτή η απόπτωση μπορεί να βοηθήσει την απομάκρυνση των κυττάρων με πιθανή βλάβη του DNA, βοηθώντας έτσι να μειωθούν οι πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του μαστού.
Σύμφωνα με μία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Lancet, η συνολική εμφάνιση του καρκίνου του μαστού στις αναπτυγμένες χώρες θα μπορούσε να μειωθεί κατά περισσότερο από το μισό (από 6,3 σε 2,7 ανά 100 γυναίκες) μέχρι την ηλικία των 70 ετών, αν οι γυναίκες είχαν τον μέσο αριθμό των γεννήσεων και τη διάρκεια του μητρικού θηλασμού που ήταν διαδεδομένα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ο θηλασμός μπορεί να αντιπροσωπεύει σχεδόν τα δύο τρίτα της εκτιμώμενης μείωσης στη συχνότητα του καρκίνου του μαστού.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν εμφανίζεται καρκίνος του μαστού σε γυναίκες που θηλάζουν; Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να καθησυχάσουμε τη γυναίκα ότι δεν κινδυνεύει το μωρό.
Δεν υπάρχει πουθενά στη βιβλιογραφία αναφορά σε βρέφος που εμφάνισε πρόβλημα, επειδή παρουσιάστηκε καρκίνος στη μητέρα κατά τη γαλουχία. Υπάρχει μεγάλη διαφωνία ως προς το τι ορίζουμε «Καρκίνο του μαστού σχετιζόμενο με την εγκυμοσύνη». Η επικρατούσα άποψη είναι ότι περιλαμβάνει καρκίνους της εγκυμοσύνης και του πρώτου έτους μετά τον τοκετό, με το Lancet να υποστηρίζει πρόσφατα ότι αυτές οι δύο περίοδοι θα πρέπει να διαχωριστούν, δεδομένου ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ τους ως προς την πρόγνωση.
Οι φυσιολογικές αλλαγές που συνδέονται με την εγκυμοσύνη και τη γαλουχία, σε συνδυασμό με την απουσία του ελέγχου σε νεαρή ηλικία πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθιστούν δύσκολο τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των όγκων του μαστού τόσο κλινικά όσο και ακτινολογικά, πριν οι όγκοι αυτοί να γίνουν κλινικά εμφανείς. Αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στην καθυστέρηση στη διάγνωση, μεταγενέστερα στάδια κατά τον εντοπισμό και, κατά συνέπεια, σε κακή πρόγνωση.
Επιπρόσθετα, ένα πιο επιθετικό πρότυπο ανάπτυξης ενός όγκου, που προκαλείται από τις βιολογικές επιδράσεις της εγκυμοσύνης, συνδέεται επίσης με κακή πρόγνωση για τους όγκους αυτούς. Φαίνεται ότι περισσότερο από το 50% των όγκων είναι υψηλής κακοήθειας. Περισσότεροι από 50% έχουν μετάσταση στους λεμφαδένες, αρνητικούς ορμονικούς υποδοχείς και θετικό HER2/neu. Καθυστερημένη διάγνωση των όγκων, λόγω των βιολογικών επιδράσεων της εγκυμοσύνης, έχει ως αποτέλεσμα κακή πρόγνωση και ταχεία ανάπτυξη των όγκων αυτών.
Αιτίες καθυστερημένης διάγνωσης είναι οι εξής:
- Νέες γυναίκες που δεν βρίσκονται υπό τακτικό προληπτικό έλεγχο.
- Η αυτοεξέταση είναι δύσκολη και δεν γίνεται συχνά.
- Η κλινική εξέταση είναι δύσκολη λόγω της αυξημένης ροής του αίματος και του πυκνού μαζικού αδένα.
- Μέχρι τον τοκετό και το πέρας της γαλουχίας, αμελούν τον τακτικό τους έλεγχο.
- Το τμήμα μαιευτικής και γυναικολογίας δεν επιβάλλει τον τακτικό έλεγχο πριν και κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας.
- Δισταγμός για βιοψία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι καρκίνοι που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη/θηλασμό συνήθως προϋπάρχουν, έστω και σε μορφή insitu, και ενεργοποιούνται με την κύηση. Ως εκ τούτου, σε γυναίκες ηλικίας άνω των 30 που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν είναι απαραίτητο να υπάρχει καλός έλεγχος των μαστών προ εγκυμοσύνης. Επίσης, στον 4ο και 8ο μήνα της κύησης, προτείνεται έλεγχος με υπερηχογράφημα και κλινική εξέταση.
Οι γιατροί που έχουν αναλάβει τη φροντίδα της γυναίκας κατά την κύηση και τη λοχεία πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι όσον αφορά στον καρκίνο του μαστού, ακόμη και στις νεαρές ηλικίες.
Συμπτώματα, όπως μάζα που δεν υποχωρεί (> 2 εβδομάδες), φλεγμονή δέρματος και όψη φλοιού πορτοκαλιού που δεν υποχωρεί με συντηρητικά μέσα, αιματηρό έκκριμα από τη θηλή που επιμένει πέραν της πρώτης εβδομάδας θηλασμού, έκζεμα θηλής που επιμένει (N. Paget – σπάνιο) και μασχαλιαία λεμφαδενοπάθεια με ύποπτους απεικονιστικά λεμφαδένες, θα πρέπει να διερευνώνται διεξοδικά.
Από τη στιγμή που θα διαπιστωθεί κάποιο εύρημα, θα πρέπει όλες οι ειδικότητες που θα αναλάβουν τον έλεγχο, και ενδεχομένως τη θεραπεία της ασθενούς, να είναι εξειδικευμένοι στον θηλάζοντα μαστό και στις αλλαγές που υφίσταται ο μαζικός αδένας κατά την περίοδο αυτή, καθώς και στα ιδιαίτερα ευρήματα που συναντάμε στις εξετάσεις των γυναικών αυτών.
Όλες οι εξετάσεις δύνανται να πραγματοποιηθούν κατά τη γαλουχία, αν υπάρχει ένδειξη, δίνοντας στη γυναίκα την οδηγία να έχει αδειάσει τους μαστούς της πριν τις εξετάσεις (ψηφιακή μαστογραφία, υπερηχογράφημα, μαγνητική μαστογραφία, κυτταρολογική εξέταση, core biopsy). Μόλις διαγνωσθεί καρκίνος του μαστού, θα πρέπει να υπάρχει μια πολυπαραγοντική προσέγγιση. Αυτό περιλαμβάνει τον μαιευτήρα, χειρουργούς, ογκολόγους, ακτινοθεραπευτές και ψυχολόγους.
Οι ειδικοί προτείνουν τη διακοπή του θηλασμού μετά τη διάγνωση για πολλούς λόγους. Αφενός η διακοπή του θηλασμού βελτιώνει τις συνθήκες του χειρουργείου (μείωση υπεραιμίας, μειωμένη πιθανότητα επιπλοκών) και αφετέρου οι συμπληρωματικές θεραπείες που θα χρειαστούν δεν είναι συμβατές με τον θηλασμό.
Όσον αφορά μελλοντικές εγκυμοσύνες, οι γυναίκες θα πρέπει να ενημερώνονται ότι η εγκυμοσύνη είναι δυνατή και δεν φαίνεται να σχετίζεται με χειρότερη πρόγνωση για τον καρκίνο του μαστού.
Δεδομένου ότι οι περισσότερες υποτροπές του καρκίνου του μαστού εμφανίζονται μέσα σε τρία-πέντε χρόνια μετά την αρχική διάγνωση, πρέπει να συνιστάται στις ασθενείς να αναβάλουν την εγκυμοσύνη για το διάστημα αυτό, ανάλογα με τον κίνδυνο υποτροπής της νόσου. Είναι καθοριστικής σημασίας, πριν από οποιαδήποτε προσπάθεια για εγκυμοσύνη, να υποβάλλεται η ασθενής σε πλήρη ογκολογική αξιολόγηση.
Οι γυναίκες που έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία για καρκίνο του μαστού και δεν παρουσιάζουν κανένα στοιχείο υπολειμματικού όγκου, θα πρέπει να ενθαρρύνονται να θηλάζουν τα παιδιά τους, καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο θηλασμός αυξάνει τον κίνδυνο για υποτροπή του καρκίνου του μαστού ή ανάπτυξη ενός δεύτερου καρκίνου, ούτε ότι φέρει κάποιο κίνδυνο για την υγεία του παιδιού.
Υπάρχουν, όμως, ενδείξεις ότι η συντηρητική επέμβαση του μαστού και η επακόλουθη ακτινοβολία μειώνουν την ικανότητα του πάσχοντος μαστού για παραγωγή γάλακτος. Ωστόσο, υπάρχουν αναφορές για πολλές γυναίκες που μπόρεσαν να θηλάσουν τα παιδιά τους και από τους δύο μαστούς, μετά από θεραπεία για καρκίνο του μαστού. Συνήθως, όμως, οι μητέρες που έχουν επιβιώσει από καρκίνο του μαστού δεν επιθυμούν οι ίδιες να θηλάσουν τα παιδιά τους, ιδίως από τον πάσχοντα μαστό, κυρίως για ψυχολογικούς λόγους
Συμπερασματικά, ο μητρικός θηλασμός είναι από τα μεγαλύτερα δώρα που μπορεί να προσφέρει μία μητέρα στο παιδί της. Φαίνεται, όμως, από τη βιβλιογραφία ότι και η μητέρα επωφελείται σημαντικά, δεδομένου ότι ο αποκλειστικός θηλασμός μειώνει τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, αλλά και των ωοθηκών σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα.
Οι ειδικοί, όμως, που αναλαμβάνουν την παρακολούθηση και τη φροντίδα μιας γυναίκας κατά την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό, θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι για τον τακτικό έλεγχο στον οποίο πρέπει να υποβάλλεται η μέλλουσα μητέρα και να δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία και προσοχή σε οποιοδήποτε σύμπτωμα ή τυχαίο απεικονιστικό εύρημα εμφανισθεί κατά την περίοδο αυτή.
Παναγιώτα Ντασίου, Χειρουργός Μαστού, Αν. Διευθύντρια Β’ Κλινικής Μαστού, Κέντρο Μαστού ΙΑΣΩ