Οι δυσλιπιδαιμίες και η καρδιαγγειακή νόσος
Ειδικός Καρδιολόγος
Συνεργάτης ΙΑΣΩ Θεσσαλίας
Με τον όρο δυσλιπιδαιμίες, ή δυσλιποπρωτεϊναιμίες, εννοούμε τις διαταραχές στη μεταφορά και το μεταβολισμό των λιπιδίων οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή, ποιοτική και ποσοτική αυτών και των μορίων μεταφοράς αυτών, των λιποπρωτεϊνών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση παθήσεων, ειδικά στην περίπτωσή της καρδιολογίας, την εμφάνιση της αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου, με κύρια γνωστή εμφάνιση στον πολύ κόσμο, τη “στηθάγχη” και το “έμφραγμα του μυοκαρδίου".
Τα βιολογικά λιπίδια αποτελούν μία μεγάλη ομάδα μορίων, στα οποία περιλαμβάνονται τα λιπαρά οξέα, οι εστέρες των λιπαρών οξέων, τα φωσφολιπίδια, οι στερόλες κ.α. Στις κύριες βιολογικές δράσεις των λιπιδίων περιλαμβάνονται, η χρήση τους ως δομικά συστατικά στις βιολογικές μεμβράνες και στα σηματοδοτικά μόρια, στη σύνθεση των στεροειδών ορμονών και χολικού οξέος, καθώς και η χρήση τους ως ενεργειακά αποθέματα.
Τα λιπίδια γενικά δεν διαλύονται στο νερό. Το σύστημα μεταφοράς των λιπιδίων, έχει εξελιχθεί από τα ζώα κατά τη διάρκεια των αιώνων, με σκοπό τη μεταφορά υδρόφοβων μορίων, των λιπιδίων, από τις περιοχές εισόδου στην κυκλοφορία του αίματος (π.χ. έντερο) στις περιοχές που θα χρησιμοποιηθούν (π.χ. μύες και ταχέως διαιρούμενα κύτταρα). Αυτό το σύστημα μεταφοράς είναι οι λιποπρωτεΐνες. Οι λιποπρωτεΐνες είναι περίπλοκες μακρομοριακές ενώσεις που αποτελούνται από:
- Ένα εξωτερικό υδατοδιαλυτό περίβλημα φωσφολιπιδίων, ελεύθερης χοληστερόλης και απολιποπρωτεϊνών.
- Έναν εσωτερικό υδρόφοβο, πυρήνα που αποτελείται από εστέρες χοληστερόλης και τριγλυκερίδια.
Η ταξινόμηση των λιποπρωτεϊνών αντικατοπτρίζει την πυκνότητά τους στο πλάσμα. Αυτές είναι: τα χυλομικρά, οι VLDL (very low density lipoproteins), οι LDL(low density lipoproteins) και η Lp(a).
Όλες οι λιποπρωτεΐνες που περιέχουν την απολιποπρωτεΐνη B και έχουν διάμετρο μικρότερη από 70 νανόμετρα, μπορούν να διεισδύσουν διά του ενδοθηλίου, στο εσωτερικό του τοιχώματος των αγγείων όπου και μπορούν να παγιδευτούν μετά από αλληλεπίδραση με εξωκυτταρικές δομές όπως οι πρωτεογλυκάνες. Αυτό οδηγεί σε μία σύνθετη διαδικασία εναπόθεσης λιπιδίων και την έναρξη δημιουργίας αθηρώματος ή αθηρωματικής πλάκας, που αποτελείται κυρίως από μακροφάγα κύτταρα, λιπίδια, ασβέστιο και συνδετικό ιστό.
Συνεχής έκθεση του οργανισμού σε αυτές τις λιποπρωτεΐνες, σε παθολογικά αυξημένο βαθμό (και με την ταυτόχρονη παρουσία παραγόντων κινδύνου) έχει ως αποτέλεσμα αύξηση του αθηρώματος το οποίο στην τελική φάση προκαλεί στένωση του αυλού του αγγείου, με αποτέλεσμα την ελλιπή άρδευση των ιστών με αίμα και την πρόκληση τοπικής ισχαιμίας.
Επιπλέον, είναι δυνατόν, η κάψα που περιβάλλει το αθήρωμα, να διαβρωθεί ή να ραγεί, αμφότερα τα φαινόμενα, έντονα θρομβογόνα, που μπορεί να οδηγήσουν σε οξεία θρόμβωση με πλήρη απόφραξη του αυλού του αγγείου και τελικά σε οξεία ισχαιμία.
Από τις λιποπρωτεΐνες που περιέχουν την απολιποπρωτεΐνη Β, οι πιο πολυάριθμες είναι οι LDL γι’ αυτό και διαδραματίζουν τον κύριο ρόλο, όσον αφορά την επιβάρυνση των αγγείων με αθηρωματικό φορτίο, εξ' ου και ο όρος "κακή χοληστερίνη" όταν αναφερόμαστε στην αύξηση της χοληστερόλης κυρίως μεταφερόμενη με την λιποπρωτεΐνη LDL.
Η αντιμετώπιση των ασθενών με δυσλιπιδαιμίες αρχίζει στην Ευρώπη με τη χρήση του SCORE , ενός συστήματος εκτίμησης του καρδιαγγειακού κινδύνου με βάση το φύλο, την ηλικία, την συστολική αρτηριακή πίεση, την ολική χοληστερόλη και το κάπνισμα. Με αυτό το σύστημα υπολογίζεται η επί τοις εκατό πιθανότητα για θανατηφόρο καρδιαγγειακό σύμβαμα, στα επόμενα δέκα χρόνια από τη στιγμή που γίνεται η εκτίμηση, σε ασυμπτωματικούς ενήλικες πάνω από 40 ετών.
Με βάση αυτό το σύστημα ένας ασθενής χαρακτηρίζεται:
- πολύ υψηλού κινδύνου εάν έχει SCORE >=10%
- υψηλού κινδύνου εάν έχει SCORE 5-10%
- μετρίου κινδύνου εάν έχει SCORE 1-5%
- χαμηλού κινδύνου εάν έχει SCORE <1 %
Το σύστημα αυτό δεν χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς με:
- Τεκμηριωμένη στεφανιαία ή περιφερική αρτηριακή νόσο κλινικά ή απεικονιστικά.
- Νεφρική νόσο με eGFR<60 ml/min/1.73 m2 BSA
- Με σακχαρώδη διαβήτη *
- Αρτηριακή πίεση>=180/110, LDL-χοληστερόλη >190 mg/dl, ολικά τριγλυκερίδια >310 mg/dl
Όλοι οι παραπάνω ασθενείς θεωρούνται υψηλού, ή πάρα πολύ υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου.
* (ειδικά οι νέοι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη διάρκειας λιγότερο από 10 έτη θεωρούνται μετρίου κινδύνου).
Η εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου έχει σημασία, διότι στους ασθενείς χαμηλού κινδύνου η αντιμετώπιση είναι κυρίως υγιεινοδιαιτητική. Στους ασθενείς μέτριου κινδύνου η αντιμετώπιση μπορεί να είναι υγιεινοδιαιτητική αλλά αυξάνει η πιθανότητα χορήγησης φαρμάκου. Στους ασθενείς υψηλού ή πάρα πολύ υψηλού κινδύνου η αντιμετώπιση είναι σχεδόν πάντοτε και φαρμακευτική μαζί με την αλλαγή του τρόπου ζωής.
Στην αλλαγή του τρόπου ζωής περιλαμβάνονται η σωματική άσκηση, η διακοπή του καπνίσματος, η ελάττωση του σωματικού βάρους όπου χρειάζεται, ειδική δίαιτα και η αποφυγή υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ .
Στα κύρια φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών περιλαμβάνονται οι στατίνες, οι φιμπράτες, τα ω-3 λιπαρά και οι pcsk9-αναστολείς. Ο κύριος στόχος της φαρμακοθεραπείας όσον αφορά την ελάττωση του καρδιαγγειακού κινδύνου είναι η ελάττωση της LDL-χοληστερόλης.