Μικροχλωρίδα του εντέρου και συστηματικός ερυθηματώδης λύκος

Μικροχλωρίδα του εντέρου και συστηματικός ερυθηματώδης λύκος Λάμπρος Φώτης,
Παιδορευματολόγος Επιστημονικός Συνεργάτης
Ρευμοτολογικού Τμήματος
ΙΑΣΩ Παίδων

 

O συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) είναι μια πάθηση η οποία αφορά περίπου 1 στα 10.000 παιδιά. Στους ενήλικες είναι σχεδόν 10 φορές πιο συχνή. Συναντάται συχνότερα στα κορίτσια σε σχέση με τα αγόρια, σε αναλογία 5 προς 1 για να φτάσει το 9 προς 1 στους ενήλικες.

Η έναρξη των συμπτωμάτων του ΣΕΛ στα παιδιά παρατηρείται κυρίως στην εφηβική ζωή, είναι σπάνια πριν την ηλικία των 12 ετών και ακόμη πιο σπάνια πριν την ηλικία των 5 ετών. Η ονομασία αποδίδεται στο μοναχό - ιατρό του 12ου αιώνα Rogerius Salernitanus, ο οποίος βλέποντας τις χαρακτηριστικές βλάβες στο πρόσωπο ασθενών με ΣΕΛ, τις παρομοίασε με δαγκώματα από επίθεση λύκου.

Ο ΣΕΛ στα παιδιά προβάλλει ακριβώς όπως και στους ενήλικες, με συμπτώματα όπως κόπωση, πυρετός, χαρακτηριστικά εξανθήματα (εξάνθημα δίκην πεταλούδας), αλωπεκία, στοματικά έλκη, αρθρίτιδα, μώλωπες, συχνές αιμορραγίες ή βαριά εμμηνορρυσία, αίμα στα ούρα, κεφαλαλγία και πολλά άλλα. Η διάγνωση τίθεται με βάση τα χαρακτηριστικά κλινικά ευρήματα και εργαστηριακές εξετάσεις, όπως αυξημένοι δείκτες φλεγμονής, θετικά αυτοαντισώματα ή ευρήματα από τη γενική ούρων. Παρότι η κλινική εικόνα και η διάγνωση δεν διαφέρει μεταξύ παιδιών και ενηλίκων, σε γενικές γραμμές θεωρείται ότι στα παιδιά η συμπτωματολογία είναι πιο βαριά.

Η αιτιολογία του ΣΕΛ παραμένει άγνωστη, ωστόσο θεωρείται ότι πρόκειται για συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών επιδράσεων, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα. Είναι γνωστό ότι μπορεί να πυροδοτηθεί από κάποιες λοιμώξεις ή ακόμη και από φάρμακα, ενώ τα συμπτώματα των ασθενών με ΣΕΛ επιδεινώνονται κατά την έκθεση στο φως του ήλιου. Οι ορμόνες ενδεχομένως να παίζουν κάποιο ρόλο από τη στιγμή που για κάποιο λόγο η πάθηση είναι πολύ πιο συχνή στις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες. Μεγάλο κομμάτι της έρευνας γύρω από το ΣΕΛ έχει εστιαστεί στη λειτουργία του ανοσοποιητικού το οποίο έχει κεντρικό ρόλο στην παθογένεση της νόσου. Ήδη είναι γνωστό εδώ και χρόνια, ότι οι ασθενείς με ΣΕΛ έχουν διαταραχές σε διάφορα επίπεδα λειτουργίας του ανοσοποιητικού.

Τα τελευταία χρόνια, η έρευνα γύρω από τα αυτοάνοσα νοσήματα έχει στραφεί στη μελέτη της μικροχλωρίδας του σώματος. Με τον όρο μικροχλωρίδα περιγράφεται το σύνολο των μικροοργανισμών τα οποία αποικίζουν το σώμα μας και των οποίων ο απόλυτος αριθμός ξεπερνά τον αριθμό των κυττάρων του σώματος. Πρόκειται για μικροοργανισμούς οι οποίοι δεν αναπτύσσονται στις κλασσικές καλλιέργειες σωματικών υλικών. Παρόλα αυτά, είμαστε πλέον σε θέση να τους αναγνωρίσουμε χρησιμοποιώντας νεότερες μοριακές τεχνικές. Πιστεύεται ότι η μικροχλωρίδα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού και κατ’ επέκταση στην παθοφυσιολογία των αυτοάνοσων νοσημάτων. Οι πιο σημαντικές περιοχές ενδιαφέροντος είναι το δέρμα, οι πνεύμονες και ο γαστρεντερικός σωλήνας, πιο συγκεκριμένα το έντερο. Στην τρέχουσα δεκαετία πραγματοποιούνται μελέτες της μικροχλωρίδας τόσο σε πειραματόζωα όσο και σε ανθρώπους. Έχει διαπιστωθεί ότι σε νοσήματα όπως η αρθρίτιδα ή η ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (νόσος Crohn, ελκώδης κολίτιδα), παρατηρείται η λεγόμενη δυσβίωση, δηλαδή η διαταραχή της δυναμικής ισορροπίας της μικροχλωρίδας και η υπερανάπτυξη ενός ή περισσοτέρων μικροοργανισμών σε βάρος άλλων, με τελικό αποτέλεσμα την εκδήλωση νόσου.

Ο ΣΕΛ κέντρισε το ενδιαφέρον των ερευνητών από τη στιγμή που πρόκειται για ένα αυτοάνοσο νόσημα που αφορά μεγάλο αριθμό ασθενών και στο οποίο η αιτιολογία παραμένει άγνωστη. Αρχικά, πραγματοποιήθηκαν πειράματα σε γενετικώς τροποποιημένα ποντίκια με προδιάθεση για αυτοάνοσα νοσήματα και συγκεκριμένα για ΣΕΛ. H πρώτη διαπίστωση ήταν ότι η χορήγηση αντιβιοτικών παράτεινε την επιβίωση των πειραματόζωων. Σαν ένα δεύτερο βήμα διαπιστώθηκε η αυξημένη διαπερατότητα του εντέρου στα συγκεκριμένα πειραματόζωα, η οποία μειωνόταν με τη χρήση αντιβιοτικών. Επίσης, διαπιστώθηκε η παρουσία μικροοργανισμών σε όργανα των πειραματόζωων που σχετίζονται με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε η παρουσία ενός μικροοργανισμού που λέγεται Enterococcus gallinarum. Σε πειραματόζωα τα οποία είχαν λάβει αντιβιοτική αγωγή πριν, δεν αναπτύχθηκε ο μικροοργανισμός στα συγκεκριμένα όργανα. Σε άλλη φάση του πειράματος, ο αποικισμός με το βακτήριο πειραματόζωων που προηγουμένως ήταν στείρα μικροβίων, οδήγησε στην εκδήλωση συμπτωμάτων ΣΕΛ. Οι ερευνητές στη συνέχεια ανέπτυξαν ένα εμβόλιο κατά του συγκεκριμένου μικροοργανισμού, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα αφενός την πρόληψη των κλινικών εκδηλώσεων, αφετέρου ο υπεύθυνος μικροοργανισμός να μην ανιχνεύεται σε εκείνα τα όργανα που είχε εντοπιστεί στην πρώτη φάση του πειράματος. Τέλος, εξετάζοντας το ήπαρ ανθρώπων με ΣΕΛ και ασθενών με αυτοάνοση ηπατίτιδα, που συχνά συνυπάρχει με το ΣΕΛ, απομονώθηκε γενετικό υλικό του Εnterococcus gallinarum.

Η παραπάνω ερευνητική εργασία δημοσιεύτηκε σε ένα από τα πιο έγκριτα διεθνή επιστημονικά περιοδικά (Science, Μάρτιος 2018) και θεωρείται εξαιρετικά σημαντική ανακάλυψη. Προφανώς δεν απαντά οριστικά το ερώτημα της παθογένεσης του ΣΕΛ ή άλλων αυτοάνοσων παθήσεων, αλλά αναδεικνύει τον πιθανό ρόλο της μικροχλωρίδας του εντέρου και υποδεικνύει νέα μονοπάτια έρευνας. Σίγουρα θα πρέπει να διερευνηθεί ποιοι άλλοι μικροοργανισμοί μπορούν δυνητικά να πυροδοτήσουν αυτή την αντίδραση αυτοανοσίας. Επιπλέον, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ποια είναι η αιτία για την οποία ο συγκεκριμένος μικροοργανισμός προκαλεί νόσο σε κάποιους ανθρώπους, ενώ σε άλλους όχι. Πρόκειται τελικά μόνο για κάποια διαταραχή του ανοσοποιητικού και του ελέγχου που ασκεί πάνω στη μικροχλωρίδα; Η διατροφή, η κατάχρηση αντιβιοτικών και ο σύγχρονος τρόπος ζωής συμβάλουν με κάποιο μηχανισμό; Τα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν είναι πολλά. Όμως, το αισιόδοξο μήνυμα είναι ότι κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον, παθήσεις με υψηλό φορτίο νοσηρότητας και θνησιμότητας όπως ο ΣΕΛ, ίσως προλαμβάνονται με έναν απλό εμβολιασμό στην παιδική ηλικία.

Η αιτιολογία του ΣΕΛ παραμένει άγνωστη, ωστόσο θεωρείται ότι πρόκειται για συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών επιδράσεων, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα.