Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα
Όλγα Μπίκου
Χειρουργός Μαιευτήρας - Γυναικολόγος, Συνεργάτης ΙΑΣΩ
Σύμφωνα με τις επιδημιολογικές μελέτες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, οι λοιμώξεις που μεταδίδονται σεξουαλικώς εμφανίζουν συνεχή αυξητική τάση.
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα ή αφροδίσια (Sexually Transmitted Diseases ή Sexually Transmitted Infections) είναι τα νοσήματα που μεταδίδονται κυρίως κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για λοιμώξεις που οφείλονται σε διάφορα παθογόνα, όπως βακτήρια, μύκητες, ιούς, πρωτόζωα ή παράσιτα και μεταφέρονται από άτομο σε άτομο δια μέσου κάθε είδους σεξουαλικής επαφής. Ορισμένα από αυτά είναι δυνατό να μεταδοθούν και με άλλους τρόπους, όπως με τη μετάγγιση αίματος, με το θηλασμό ή κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Τα νοσήματα που μεταδίδονται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη βλεννόρροια, τη σύφιλη, τα χλαμύδια, τις τριχομονάδες, τις λοιμώξεις από τον ιό του έρπητα των γεννητικών οργάνων, τον ιό HPV, τις ηπατίτιδες και το HIV/AIDS.
Ιογενή σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, είναι o HPV, η ηπατίτιδα Β, η ηπατίτιδα C, ο ιός του έρπητα, ο HIV και άλλα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα λοιμώξεων που οφείλονται σε βακτήρια είναι τα χλαμύδια, η γονόρροια και η σύφιλη. Τυπικό παράδειγμα για πρωτόζωα είναι οι τριχομονάδες, ενώ σε παράσιτα οφείλεται η φθειρίαση (ψείρες) του εφηβαίου.
Πολλές φορές τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα - ΣΜΝ δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Συχνά, όμως, εμφανίζονται αιδοικολπίτιδες με διάφορα παθογόνα αίτια. Η βακτηριακή κόλπωση (κυρίως από Gardnerella Vaginalis, Ureaplasma, Mycoplasma, Mobiluncus, κ.α.) εμφανίζεται με δύσοσμες ή λευκωπές κολπικές εκκρίσεις και θεραπεύεται με τη χορήγηση αντιβίωσης.
Αντίστοιχα, σε μόλυνση από τριχομονάδες (πρωτόζωο Trichomonas Vaginalis) εμφανίζονται δύσοσμες κολπικές εκκρίσεις, ενώ άλλες φορές συνυπάρχει το αίσθημα καύσου, κνησμός, δυσουρικά συμπτώματα και δυσπαρευνία (επώδυνη σεξουαλική επαφή). Η μόλυνση από τριχομονάδες που δεν θα αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη αγωγή, μπορεί να έχει ως επιπλοκή τη στείρωση και την υπογονιμότητα. Οι μυκητιάσεις έχουν, επίσης, χαρακτηριστική εμφάνιση λευκωπής κολπικής υπερέκκρισης που συνοδεύεται από κνησμό και χρειάζονται την κατάλληλη αντιμετώπιση με αντιμυκητιασικά σκευάσματα.
Στο βακτήριο της ώχρας σπειροχαίτης (Treponema Pallidum) οφείλεται η σύφιλη, η οποία μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή και εμφανίζεται -ανάλογα με το στάδιό της- με διάφορες εκδηλώσεις, από έλκη στη γεννητική περιοχή μέχρι εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα. Για τη διάγνωσή της γίνεται ειδικός ορολογικός έλεγχος (VDRL, RPR) και χορηγείται η κατάλληλη αντιβίωση.
Στις βακτηριακές λοιμώξεις ανήκουν η βλεννόρροια που προκαλείται από τον γονόκοκκο (Neisseria Gonorrhoeae) και τα χλαμύδια (Chlamydia Trachomatis), οι οποίες παρουσιάζονται υπό τη μορφή της τραχηλίτιδας ή ουρηθρίτιδας και χωρίς την ενδεδειγμένη αντιμικροβιακή αγωγή, μπορούν να προκαλέσουν επιπλοκές, όπως πυελική φλεγμονή και δευτερευόντως υπογονιμότητα. Ιδιαίτερα ο γονόκοκκος παρουσιάζει αυξανόμενη αντοχή στα αντιβιοτικά. Ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα εμφανίζει ο HPV (Human Papilloma Virus- ιός ανθρωπίνων θηλωμάτων). Συχνά, ο HPV εμφανίζεται υπό τη μορφή οξυτενών κονδυλωμάτων (προεξοχές του δέρματος με επιφάνεια που μοιάζει με κουνουπίδι). Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, η προσβολή από HPV έχει υποκλινική εικόνα με βλάβες επίπεδες, μη ορατές δια γυμνού οφθαλμού, οι οποίες μπορούν να εντοπιστούν μόνο με την κολποσκόπηση και τη λήψη τεστ Παπανικολάου. Ο HPV εμφανίζει εξάρσεις και υφέσεις, δεν εξαφανίζεται όμως από τον οργανισμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι HPV λοιμώξεις έχουν παροδικό χαρακτήρα και υποχωρούν αυτόματα. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας σχετίζεται με τη μόλυνση από HPV τύπους υψηλού κινδύνου και προλαμβάνεται.
Είναι απαραίτητο να τονιστεί η σημασία της πρωτογενούς πρόληψης, με τη χρήση εμβολίων σε συνδυασμό με σωστή χρήση του ανδρικού προφυλακτικού για τη μεγαλύτερη δυνατή προφύλαξη από τον HPV. Η δευτερογενής πρόληψη, δηλαδή η ανεύρεση και αντιμετώπιση των προκαρκινικών αλλοιώσεων με τεστ ΠΑΠ, κολποσκόπηση, λήψη βιοψιών και DNA typing, καθορίζονται από τον θεράποντα γυναικολόγο.
Ο ερπητοϊός-2 (HSV-2) προκαλεί τον έρπητα των γεννητικών οργάνων και αντιμετωπίζεται με αντιικά φάρμακα, ειδικά στις περιόδους που παρουσιάζει έξαρση. Στον HSV-1 αποδίδονται οι στοματικές βλάβες.