Καρκίνος Παχέος Εντέρου: Οι μύθοι και η πραγματικότητα για την πρόληψη της νόσου
Ορισμός, επιδημιολογικά δεδομένα και αιτιοπαθογένεια της νόσου
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτελεί μια σοβαρή νόσο με υψηλή θνησιμότητα παγκοσμίως, με επίπτωση που αντιστοιχεί στο 10% του συνόλου όλων των τύπων καρκίνου. Η νόσος κατέχει τη δεύτερη θέση σαν αιτία θανάτου από καρκίνο μετά από τον καρκίνο του πνεύμονα σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ είναι ο τρίτος σε συχνότητα καρκίνος σε άνδρες και δεύτερος σε γυναίκες στις δυτικές κοινωνίες.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι μια κακοήθης εξεργασία που αναπτύσσεται στο βλεννογόνο, στην εσωτερική δηλαδή επιφάνεια του παχέος εντέρου, με αιτιοπαθογένεια ένα συνδυασμό γενετικών παραγόντων, δηλαδή γονιδίων, που φαίνεται ότι καθορίζουν ποια άτομα έχουν γενετική προδιάθεση για την ανάπτυξη της νόσου, καθώς και περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως η διατροφή.
Οι σημαντικότεροι διατροφικοί παράγοντες, που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι η υπερκατανάλωση κόκκινου κρέατος και ζωϊκών λιπών και η πτωχή διατροφή σε φυτικές ίνες.
Αντίθετα, η αυξημένη κατανάλωση ελαιόλαδου και τροφών πλούσιων σε αντιοξειδωτικές ουσίες, ω-3 λιπαρά οξέα, ασβέστιο, σελήνιο, βιταμίνη D και φυλλικό οξύ έχει προστατευτική δράση για την εμφάνιση της νόσου. Επιπλέον, η παχυσαρκία, η μειωμένη σωματική άσκηση και το κάπνισμα σχετίζονται με αυξημένη επίπτωση της νόσου.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η νόσος αναπτύσσεται σε έδαφος προϋπάρχοντος πολύποδα, ο οποίος είναι ένας καλοήθης όγκος του βλεννογόνου, μεγέθους χιλιοστών έως λίγων εκατοστών.
Ο πολύποδας δημιουργείται όταν συμβεί μια βλάβη στα γονίδια που ελέγχουν τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων του βλεννογόνου του παχέος εντέρου, που οδηγεί στην άναρχη αναπαραγωγή των κυττάρων και στη δημιουργία του πολύποδα.
Με την πάροδο του χρόνου μπορεί να εμφανιστούν δυσπλαστικές αλλοιώσεις στα κύτταρα της επιφάνειας του, οι οποίες οδηγούν στην καρκινωματώδη εξαλλαγή του.
Τα «συμπτώματα συναγερμού» τα οποία μπορεί να δηλώνουν την ύπαρξη καρκίνου στο παχύ έντερο και πρέπει να οδηγήσουν τον ασθενή στο γαστρεντερολόγο είναι η σιδηροπενική αναιμία, η απώλεια αίματος με τις κενώσεις, η επιμένουσα αλλαγή του αριθμού ή της σύστασης των κενώσεων, κοιλιακός πόνος με μετεωρισμό κοιλίας, η ανεξήγητη απώλεια βάρους και καταβολή δυνάμεων.
Η κολονοσκόπηση είναι η εξέταση εκλογής για την πρόληψη και διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου, αφού μόνο μέσω αυτής διασφαλίζεται η έγκαιρη ανίχνευση ύπαρξης πρώιμης βλάβης του βλεννογόνου, όπως είναι ο πολύποδας παχέος εντέρου.
Σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες, κάθε άτομο ηλικίας άνω των 45 ετών, θεωρείται ως μέσου κινδύνου για την ανάπτυξη του καρκίνου του παχέος εντέρου και θα πρέπει να υποβάλλεται σε προληπτική κολονοσκόπηση ανεξαρτήτως φύλου, συμπτωμάτων ή αρνητικού κληρονομικού ιστορικού.
Στην περίπτωση θετικού κληρονομικού ιστορικού πολυπόδων ή καρκίνου παχέος εντέρου σε συγγενή πρώτου βαθμού, ο έλεγχος με κολονοσκόπηση θα πρέπει να ξεκινά στην ηλικία των 35 ετών, ή δέκα έτη νωρίτερα από την ηλικία διάγνωσης καρκίνου του νεαρότερου συγγενή.
Προληπτική κολονοσκόπηση: Οι μύθοι και οι φοβίες από την πλευρά του ασθενούς και η ιατρική πραγματικότητα
Η κολονοσκόπηση πραγματοποιείται μετά από καθαρισμό του εντέρου με λήψη καθαρτικού φαρμάκου, με την εισαγωγή του ενδοσκοπίου, ενός δηλαδή λεπτού και εύκαμπτου σωλήνα, στην άκρη του οποίου είναι τοποθετημένη μια μικροκάμερα, υπό τη χορήγηση ενδοφλέβιας καταστολής από αναισθησιολόγο (η γνωστή “μέθη”) και διαρκεί 15-20 λεπτά. Με την κολονοσκόπηση είναι δυνατή η λήψη βιοψιών ή η αφαίρεση πολυπόδων μέσω λεπτής λαβίδας ή ειδικών υλικών που προωθούνται μέσω του ενδοσκοπίου.
Η έννοια της πρόληψης του καρκίνου παχέος εντέρου και της προληπτικής κολονοσκόπησης συνήθως προκαλεί ερωτηματικά στον ασθενή, που συνήθως είναι αρχικά επιφυλακτικός με πρώτη αντίδραση συνήθως αρνητική στο άκουσμα της αναγκαιότητας της εξέτασης.
Οι υποψήφιοι ασθενείς για προληπτική κολονοσκόπηση διερευνούν αρχικά τη δυνατότητα αντικατάστασης της κολονοσκόπησης για τον έλεγχο του παχέος εντέρου, από μία απλή απεικονιστική μέθοδο, όπως η αξονική τομογραφία ή το υπερηχογράφημα κοιλίας.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι οι κλασικές ακτινολογικές απεικονιστικές μέθοδοι δεν είναι ειδικές για τον ενδελεχή έλεγχο του πεπτικού σωλήνα και έχουν χαμηλότερη ευαισθησία και διαγνωστική ακρίβεια για μικρού μεγέθους νεοπλάσματα του παχέος εντέρου, όπως οι πολύποδες, που δεν απεικονίζονται συνήθως στην αξονική ή στην μαγνητική τομογραφια κοιλίας.
Η μόνη «gold standard” διαγνωστική εξέταση με αυξημένη ευαισθησία και ακρίβεια για την ανεύρεση προκαρκινωματωδών αλλοιώσεων του βλεννογόνου του παχέος εντέρου είναι αναμφισβήτητα η κολονοσκόπηση.
Ο ασυμπτωματικός ασθενής στη σύσταση για προληπτική κολονοσκόπηση τις περισσότερες φορές, αφενός διερωτάται αν υπάρχει ένδειξη να υποβληθεί σε κολονοσκόπηση, εφόσον δεν έχει συμπτώματα εκδήλωσης νόσου από το παχύ έντερο και αφετέρου φοβάται ότι η διαδικασία της κολονοσκόπησης θα είναι μία δραματική εμπειρία γι' αυτόν.
Οι φράσεις "μα γιατρέ αφού δεν έχω κανένα σύμπτωμα γιατί να υποβληθώ σε κολονοσκόπηση» ή «αφού δεν έχω ιστορικό στην οικογένεια γιατί πρέπει να κάνω κολονοσκόπηση” ή επίσης “φοβάμαι γιατρέ ότι η κολονοσκόπηση θα είναι μια πολύ επώδυνη διαδικασία και η προετοιμασία γι’ αυτήν μια ταλαιπωρία για εμένα" είναι συνήθως οι πρώτες αντιδράσεις, που ένας ιατρός αντιμετωπίζει καθημερινά, όταν συστήνει στους ασθενείς την προληπτική κολονοσκόπηση, είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω θετικού κληρονομικού ιστορικού.
Δυστυχώς οι αβάσιμες αυτές επιφυλάξεις των ασθενών, που δρουν ανασταλτικά στη λήψη απόφασης για τον αναγκαίο προληπτικό έλεγχο, προέρχονται από ελλιπή ενημέρωση και δεν έχουν κανένα ιατρικό και ρεαλιστικό υπόβαθρο.
Αφενός, η ανάγκη για προληπτική κολονοσκόπηση δεν προαπαιτεί συμπτώματα όταν η ηλικία των ασθενών είναι άνω των 45 ετών, αφού η τυχόν παρουσία πολύποδα σε αρχόμενα στάδια είναι συνήθως εντελώς ασυμπτωματική. Αφετέρου, η κολονοσκόπηση, όπως διενεργείται σε ένα σύγχρονο ενδοσκοπικό κέντρο, πραγματοποιείται με χορήγηση καταστολής από αναισθησιολόγο, η οποία την καθιστά μια απόλυτα ανώδυνη εξέταση.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου μπορεί να προληφθεί ή να διαγνωσθεί έγκαιρα, ώστε να αντιμετωπισθεί ριζικά. Η υπεύθυνη ενημέρωση, η έγκαιρη επίσκεψη στο γαστρεντερολόγο και ο καθησυχασμός του ασθενούς, σε ό,τι αφορά στην προληπτική κολονοσκόπηση, μπορούν να εξασφαλίσουν την ανώδυνη και ασφαλή πρόληψη ή την πρώιμη διάγνωση της νόσου και συνεπώς την αποτελεσματική αντιμετώπισή της.
Ιωάννης Τυρμπάς MD, FEBGH, Γαστρεντερολόγος-Επεμβατικός Ενδοσκόπος, Διευθυντής Α’ Γαστρεντερολογικής Κλινικής Επεμβατικής Ενδοσκόπησης, ΙΑΣΩ Γενική Κλινική