Λεμφοίδημα από τη διάγνωση στη θεραπεία
H 6η Μαρτίου έχει οριστεί ως η παγκόσμια ημέρα για το λεμφοίδημα, μίας νόσου άγνωστης στο ευρύ κοινό που όμως αφορά εκατομμύρια ασθενείς σε όλο τον κόσμο. Το λεμφοίδημα είναι μία χρόνια, μη θανατηφόρος νόσος, κατά την οποία εμφανίζεται οίδημα σε κάποιο άκρο του σώματος (σπανιότερα σε κορμό, πρόσωπο ή γεννητικά όργανα) και οφείλεται στην ανεπάρκεια του λεμφικού συστήματος να μεταφέρει τη λέμφο από την περιφέρεια προς τα επάνω.
Θα πρέπει να διαχωρίζεται από το οίδημα, το οποίο αποτελεί σύμπτωμα πολλών άλλων παθήσεων, καθώς και από το λέμφωμα που είναι κακοήθεια του λεμφικού ιστού. Σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ υπολογίζεται πως παγκοσμίως πάσχουν χωρίς να το γνωρίζουν περίπου 140.000.000-250.000.000. Στη χώρα μας ο αριθμός αυτός αγγίζει περίπου τις 100.000 με την πλειονότητα των ασθενών να μην γνωρίζει τι έχει, πού να απευθυνθεί και κυρίως πώς αντιμετωπίζεται.
Το λεμφικό σύστημα, αν και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στον κόσμο, είναι πολύ σημαντικό για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού, καθώς μαζί με τις αρτηρίες και τις φλέβες συμπληρώνει το κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου.
Είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά της λέμφου από την περιφέρεια προς τα επάνω και συμβάλλει στην άμυνα του οργανισμού με την καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών και κυττάρων.
Στο λεμφοίδημα διακρίνουμε δύο μεγάλες κατηγορίες: το πρωτοπαθές, που οφείλεται στην ελλιπή ανάπτυξη του λεμφικού συστήματος στο έμβρυο και το δευτερογενές, που είναι και το πιο συνηθισμένο και μπορεί να οφείλεται σε αφαίρεση λεμφαδένων λόγω κακοήθειας, σε φλεβική ανεπάρκεια, σε τραυματισμούς, μόλυνση ή παχυσαρκία.
Αν και πιο γνωστό είναι το λεμφοίδημα άνω άκρου που σχετίζεται με την αφαίρεση των μασχαλιαίων λεμφαδένων μετά από καρκίνο του μαστού, στην πράξη τα πιο πολλά περιστατικά αφορούν τα κάτω άκρα. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να έχουμε και συνδυασμό αιτιών, για παράδειγμα ένας ασθενής μπορεί να έχει λεμφοίδημα κάτω άκρου εξαιτίας παχυσαρκίας, φλεβικής ανεπάρκειας και παλιού κατάγματος στο ένα πόδι.
Το λεμφοίδημα ξεκινάει συνήθως με την εμφάνιση πρηξίματος μέρους ή όλου του άκρου και μπορεί να περιλαμβάνει και τα δάχτυλα. Άλλα συμπτώματα είναι επίσης η αίσθηση βάρους, το μειωμένο εύρος κίνησης, η φαγούρα, οι μολύνσεις και οι αλλαγές στο δέρμα. Η διάγνωσή του στο 99% των περιπτώσεων στηρίζεται στην κλινική εξέταση από τον αγγειοχειρουργό και τον εξειδικευμένο φυσικοθεραπευτή και περιλαμβάνει λήψη ιστορικού, παρατήρηση και ψηλάφηση.
Μία σωστή και ολοκληρωμένη αξιολόγηση θα μας δώσει πληροφορίες για το είδος, τη χρονιότητα και το στάδιο του λεμφοιδήματος (διακρίνουμε 3) και θα μας βοηθήσει να σχεδιάσουμε ένα εξειδικευμένο πλάνο αντιμετώπισης για τον ασθενή.
Με τα μέχρι τώρα επιστημονικά δεδομένα η πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση για το λεμφοίδημα παγκοσμίως είναι η ολοκληρωμένη αποσυμφορητική θεραπεία (complete decongestive therapy) ή αλλιώς μέθοδος Vodder.
Η μέθοδος έχει παγιωθεί σαν θεραπευτικό μέσο ήδη από τη δεκαετία του ΄80 σε πολλές χώρες του κόσμου και στη χώρα μας εφαρμόζεται τα τελευταία 15 χρόνια από εξειδικευμένους φυσικοθεραπευτές. Στόχος της θεραπείας είναι η μείωση του οιδήματος και στη συνέχεια η διατήρηση του αποτελέσματος εφόρου ζωής.
Η μέθοδος αποτελείται από 2 φάσεις, την αποσυμφορητική και τη φάση συντήρησης.
Στην πρώτη φάση εφαρμόζουμε καθημερινές θεραπείες που περιλαμβάνουν λεμφική μάλαξη, περίδεση του άκρου, φροντίδα δέρματος και ειδικές ασκήσεις. Συνήθως χρειάζονται 2-10 θεραπείες (ανάλογα τη βαρύτητα του περιστατικού) για να έχουμε σημαντική μείωση του οιδήματος.
Ολοκληρώνοντας τις θεραπείες μετράμε το άκρο για ειδικό συμπιεστικό ένδυμα (μανίκι, γάντι ή κάλτσες), το οποίο θα πρέπει να φοράει ο ασθενής στην καθημερινότητά του και είναι απαραίτητο για τη διατήρηση του αποτελέσματος.
Η δεύτερη φάση ξεκινάει με την παραλαβή του ενδύματος και με την εκπαίδευση του ασθενή για τυχόν αλλαγές στον τρόπο ζωής (μείωση κιλών, άσκηση κλπ) και διαρκεί εφόρου ζωής αφού πρόκειται για χρόνια νόσο όπως αναφέρθηκε αρχικά. Σε περίπτωση υποτροπής του οιδήματος μπορεί να επαναληφθεί θεραπεία όπως στην πρώτη φάση.
Εν κατακλείδι, το λεμφοίδημα αν και δεν είναι επικίνδυνο δεν θα πρέπει να υποτιμάται καθώς η έγκαιρη διάγνωση σημαίνει καλύτερη και γρηγορότερη αντιμετώπιση.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, ΑΓΓΕΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ, ΙΑΤΡΕΙΟ LASER ΦΛΕΒΙΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ