Πονόλαιμος – Αίτια, Διάγνωση & Αντιμετώπιση
Σήμερα θα ασχοληθούμε με ένα πολύ συχνό σύμπτωμα στην ειδικότητά μας, τον πονόλαιμο, σύμπτωμα για το οποίο ο ασθενής προσέρχεται και ζητά την βοήθεια του ωτορινολαρυγγολόγου.
Στην συνέχεια, θα αναλύσουμε, με όσο πιο απλό τρόπο γίνεται, τις πιθανές αιτίες αυτού του συμπτώματος, καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισης και θεραπείας του.
Φαρυγγίτιδα και Αμυγδαλίτιδα
Η πιο συχνή αιτία ενός πονόλαιμου είναι μια φλεγμονή στην περιοχή του φάρυγγα (φαρυγγίτιδα), των παρίσθμιων αμυγδαλών (αμυγδαλίτιδα) ή και των δυο (φαρυγγοαμυγδαλίτιδα).
Ο συχνότερος πάλι αιτιολογικός παράγοντας αυτής της φλεγμονής είναι η λοίμωξη από κάποιον ιό (ίωση όπως συχνότερα λέγεται). Τοπικά συνηθέστερα υπάρχει ερυθρότητα της περιοχής (κόκκινος λαιμός), οίδημα (πρήξιμο) του φαρυγγικού τοιχώματος, των αμυγδαλών ή και των δυο και σπανιότερα λευκωπό επίχρισμα (πύον όπως συχνότερα αποκαλείται) και το οποίο συνήθως είναι στικτό και σπανιότερα συρρέον-εκτεταμένο.
Μπορεί καμιά φορά να συνυπάρχει κι ελαφρά διόγκωση των τραχηλικών λεμφαδένων. Διαγνωστικά η διενέργεια ενός τεστ γρίπης ή Covid-19 (λόγω της πρόσφατης πανδημίας) μπορεί να επιβεβαιώσει μια λοίμωξη από τον ιό της γρίπης τύπου A/H1N1 ή τύπου B ή λοίμωξης από Covid-19 αντίστοιχα, σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος.
Στις πιο απλές περιπτώσεις και ιδιαίτερα όταν δεν συνυπάρχει πυρετός, η θεραπεία είναι απλή κι υποστηρικτική με την χορήγηση κάποιου απλού παυσίπονου, ενός τοπικού (συνήθως σε μορφή σπρέι) αντισηπτικού κι επαρκούς χορήγησης υγρών (ενυδάτωση).
Όταν συνυπάρχει και πυρετός, τότε το χορηγούμενο παυσίπονο πρέπει να έχει κι αντιπυρετική δράση ή χορηγείται κι επιπλέον αντιπυρετικό. Σημειώνεται ότι πρέπει να αποφεύγεται σε τέτοιες περιπτώσεις η χορήγηση αντιβιοτικών.
Μικροβιακή Λοίμωξη
Δεύτερη σε σειρά συχνότητας αιτία του πονόλαιμου είναι η λοίμωξη από κάποιον μικροβιακό παράγοντα. Στην περίπτωση αυτή η εμφάνιση του πυρετού είναι συχνότερη κι είναι συνήθως υψηλότερος, ενώ συνηθέστερα υπάρχει μεγαλύτερου βαθμού επώδυνη διόγκωση των τραχηλικών λεμφαδένων και γενικότερα ο ασθενής έχει περισσότερο την όψη πάσχοντος.
Στις βαρύτερες αυτές περιπτώσεις συνήθως απαιτείται ένας απλός εργαστηριακός έλεγχος (γενική αίματος και CRP), που θα προσανατολίσει τον γιατρό για την αιτιολογία και την βαρύτητα της λοίμωξης.
Ο αριθμός και ο τύπος των λευκών αιμοσφαιρίων κατευθύνει των γιατρό προς την ιογενή ή μικροβιακή αιτιολογία της λοίμωξης, ενώ μια υψηλή τιμή της CRP συνηγορεί υπέρ μιας βαρύτερης προσβολής.
Θεραπευτικά εκτός από αυτά που αναφέρθηκαν για την θεραπεία της ιογενούς λοίμωξης, εδώ απαιτείται η άμεση χορήγηση αντιβιοτικών. Η εκλογή του καταλληλότερου αντιβιοτικού συνήθως είναι εμπειρική από τον γιατρό, αλλά συχνά δρα υποστηρικτικά η διενέργεια ενός Strep-test (Στρεπτόκοκκος τύπου A) ή μιας καλλιέργειας φαρυγγικού επιχρίσματος.
Επιπλέον κάθε ιογενής φαρυγγοαμυγδαλίτιδα κι εφόσον επιμένει, είναι δυνατόν να έχει επιπλακεί στην συνέχεια από μικροβιακή επιμόλυνση, οπότε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί η πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκών μετά από μια τέτοια λοίμωξη, με κυριότερη την δημιουργία ενός αποστήματος στην γύρω περιοχή (περιαμυγδαλικό, παραφαρυγγικό ή οπισθοφαρυγγικό απόστημα) ή αποστηματοποίησης-τήξης των τραχηλικών λεμφαδένων.
Κλινικά σημεία που θα πρέπει να εγείρουν την υποψία του γιατρού για την πιθανότητα ανάπτυξης ενός αποστήματος στην περιοχή είναι η επιμονή ή επιδείνωση της πυρετικής κίνησης παρά την αντιβιοτική αγωγή, η επιδείνωση του πόνου και της δυσκαταποσίας, η εμφάνιση σιαλόρροιας και ιδιαίτερα η αδυναμία διάνοιξης του στόματος (τρισμός).
Εργαστηριακά εμφανίζεται περαιτέρω αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων και της CRP, ενώ η διενέργεια υπερηχογραφικού ελέγχου μπορεί να βοηθήσει κάποιες φορές διαγνωστικά, ιδιαίτερα στην περίπτωση αποστηματοποίησης-τήξης των τραχηλικών λεμφαδένων.
Θεραπευτικά μπορεί αρχικά να επιχειρηθεί η συντηρητική αγωγή με ενδοφλέβια αντιβιοτική αγωγή, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις κι εφόσον η συντηρητική θεραπεία αποτύχει, η χειρουργική αντιμετώπιση αποτελεί την κύρια θεραπεία.
Ο ωτορινολαρυγγολόγος αφού παρακεντήσει την ύποπτη περιοχή για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη αποστήματος, θα προχωρήσει σε χειρουργική διάνοιξη-παροχέτευση του αποστήματος.
Λοιμώδης Μονοπυρήνωση
Μια πιο σπάνια κλινική οντότητα που μπορεί να προκαλέσει πονόλαιμο είναι η λοιμώδης μονοπυρήνωση. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ειδικού τύπου ίωση λόγω προσβολής από τον ιό Epstein Barr-EBV.
Σε ελαφρές περιπτώσεις η λοιμώδης μονοπυρήνωση μπορεί να μην διαφέρει κλινικά από τις υπόλοιπες ιογενείς προσβολές, αλλά συνηθέστερα η κλινική πορεία είναι βαρύτερη με επίχρισμα που χαρακτηριστικά είναι έντονα συρρέον-εκτεταμένο σαν μια λευκωπή πλάκα που καλύπτει τις αμυγδαλές συνοδευόμενο από εντονότερη δυσκαταποσία.
Οι αμυγδαλές συνήθως είναι πάρα πολύ διογκωμένες, ενώ συχνά συνυπάρχει και μεγάλου βαθμού διόγκωση των τραχηλικών λεμφαδένων.
Επίσης ο ασθενής μπορεί να παραπονείται και για κοιλιακό πόνο, καθώς ο ιός Epstein Barr-EBV μπορεί να προκαλέσει κάποιου βαθμού φλεγμονή και διόγκωση του ήπατος ή και του σπλήνα.
Η γενική αίματος συνήθως προσανατολίζει τον γιατρό προς την λοιμώδη μονοπυρήνωση (αύξηση μονοπύρηνων λευκών αιμοσφαιρίων), ενώ η μέτρηση αντισωμάτων έναντι του ιού Epstein Barr και των τρανσαμινασών (SGOT και SGPT) χρησιμεύει για την επιβεβαίωση ή μη της λοιμώδους μονοπυρήνωσης και την συμμετοχή του ήπατος αντίστοιχα.
Σε κάθε περίπτωση ο ωτορινολαρυγγολόγος με μια απλή ωτοσκόπηση θα αποκαλύψει την συμμετοχή ή μη του αυτιού, ιδιαίτερα όταν ο ασθενής παραπονείται για ωταλγία που αποτελεί ένα ιδιαίτερα συχνό συνοδό σύμπτωμα.
Τέλος θα πρέπει να τονισθεί η σημασία του ενδοσκοπικού ελέγχου του ανώτερου αναπνευστικού στην διάγνωση συμμετοχής ή μη στην λοίμωξη, είτε της περιοχής της μύτης και των παραρρίνιων κόλπων ή και του λάρυγγα, ώστε να αποφασισθεί κι η ανάλογη θεραπεία.
Απλός Πονόλαιμος
Ένας απλός πονόλαιμος όμως, χωρίς σημεία ενεργού φλεγμονής κατά την κλινική εξέταση ή άλλου συμπτώματος και στην περίπτωση που αυτός επιμένει για πάνω από έναν μήνα, θα πρέπει να ευαισθητοποιήσει τον ωτορινολαρυγγολόγο για την πιθανότητα ύπαρξης ενός όγκου στην περιοχή του στοματοφάρυγγα (αμυγδαλές και ρίζα της γλώσσας) ή της άνω (υπεργλωττιδικής) μοίρας του λάρυγγα, καθώς συχνά αποτελεί ένα πρώιμο σύμπτωμα καρκίνου αυτών των περιοχών.
Ο έμπειρος λοιπόν ωτορινολαρυγγολόγος θα πρέπει να υποπτευθεί μια τέτοια πιθανότητα και με την διενέργεια της ενδοσκόπησης και του σχετικού απεικονιστικού ελέγχου (αξονική και μαγνητική τομογραφία), θα διαγνώσει έγκαιρα μια κακοήθεια (πιθανόν αρχικού σταδίου) της περιοχής.
Τέλος αρκετά σπανιότερα, αλλά πάντα θα πρέπει να βρίσκεται στην σκέψη ενός έμπειρου κλινικού ωτορινολαρυγγολόγου, στην περίπτωση ενός επίμονου πονόλαιμου με ή χωρίς αντανάκλαση προς τον τράχηλο κι εφόσον η κλινική εξέταση κι ο ενδοσκοπικός έλεγχος απέβησαν αρνητικοί, η πιθανότητα ύπαρξης του συνδρόμου της μακράς βελονοειδούς απόφυσης.
Πρόκειται για μια καλοήθη αλλά “βασανιστική πάθηση-ανατομική παραλλαγή” που η διάγνωσή της θα επιβεβαιωθεί με την διενέργεια μιας αξονικής τομογραφίας τραχήλου. Η αντιμετώπισή της είναι συνήθως χειρουργική.
Παντελής Βελλής, MD, MS – Πανεπιστήμιο Αθηνών, ENT-HNS, ΩΡΛ – Χειρουργός Κεφαλής και Τραχήλου, Αναπληρωτής Διευθυντής ΩΡΛ Κλινικής, ΙΑΣΩ Γενική Κλινική