Εμβόλια για την πρόληψη της νόσου COVID-19
Ένας ολοκληρωμένος οδηγός για το μεγαλύτερο ζήτημα της εποχής στον τομέα της υγείας, με την επιστημονική σφραγίδα των ειδικών.
Μάριος Κ. Λαζανάς
Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος
Διευθυντής Παθολογικής-Λοιμωξιολογικής Κλινικής ΙΑΣΩ Γενική Κλινική
Στα τέλη του 2019, ένας νέος κορωνοϊός ταυτοποιήθηκε ως αίτιο περιστατικών πνευμονίας στην κινεζική πόλη Wuhan. Η ταχύτατη εξάπλωσή του οδήγησε στην εκδήλωση επιδημίας σε ολόκληρη την Κίνα, η οποία εξελίχθηκε στη γνωστή σε όλους μας πανδημία από τον ιό SARS-CoV-2. Η νόσος που προκαλεί αυτός ο κορωνοϊός ονομάστηκε COVID-19.
Παγκοσμίως, έχουν καταγραφεί 228.000.000 κρούσματα και πάνω από 4.600.000 θάνατοι, ενώ υπολογίζεται ότι η πραγματική συχνότητα της νόσου είναι τουλάχιστον δεκαπλάσια της καταγεγραμμένης. Στην Ελλάδα, ο συνολικός αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, μέχρι τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο, ανέρχεται σε 636.596, ενώ έχουν καταγραφεί 14.548 θάνατοι.
Ο ιός αποβάλλεται στις αναπνευστικές εκκρίσεις όταν ένας ασθενής βήχει, φταρνίζεται ή μιλάει και μπορεί να μολύνει τα άτομα που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση, ή και σε πολύ μεγαλύτερη, σε κλειστούς, μη καλώς αεριζόμενους, χώρους.
Τα εμβόλια που έχουν αναπτυχθεί για την πρόληψη της λοίμωξης από τον SARSCoV- 2 αποτελούν την πλέον ελπιδοφόρα προσέγγιση για τον έλεγχο της πανδημίας. Ο κύριος αντιγονικός στόχος των εμβολίων είναι η πρωτεΐνη ακίδα της επιφάνειας του ιού, η οποία συνδέεται με τον υποδοχέα ACE 2 στα κύτταρα του ξενιστή, επάγοντας την είσοδο του ιού σε αυτά.
Αρκετά υποψήφια εμβόλια, που βασίζονται σε διαφορετικές τεχνολογίες παρασκευής, έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στην πρόληψη της συμπωματικής νόσησης και είναι διαθέσιμα σε διάφορες χώρες.
Τα εμβόλια τα οποία κυκλοφορούν στη Ελλάδα χρησιμοποιούν είτε την τεχνολογία του mRNA (Pfizer, Moderna) είτε αυτήν του εξασθενημένου ιικού φορέα (αδενοϊός) (Janssen/Johnson & Johnson, Oxford/Astra Zeneca).
Τα mRNA εμβόλια (Pfizer, Moderna) χορηγούνται σε δύο δόσεις ενδομυϊκά με μεσοδιάστημα τριών εβδομάδων και ενός μηνός, αντιστοίχως, ενώ το εμβόλιο της Janssen είναι μονοδοσικό. Ένα άτομο θεωρείται πλήρως εμβολιασμένο μετά παρέλευση χρονικού διαστήματος 14 ημερών από την ολοκλήρωση του εμβολιαστικού σχήματος.
Σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, η ανοσολογική απάντηση στις δύο δόσεις ενός εμβολίου mRNA είναι μειωμένη σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό και συνιστάται η χορήγηση και τρίτης δόσης τουλάχιστον 28 ημέρες μετά τη δεύτερη.
Η εγκυμοσύνη συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσησης. Όλες οι έγκυες, οι θηλάζουσες, αλλά και οι γυναίκες που προγραμματίζουν εγκυμοσύνη συνιστάται να εμβολιάζονται με εμβόλιο mRNA. Η παραπάνω σύσταση ενισχύεται συνεχώς από την ολοένα αυξανόμενη συγκέντρωση στοιχείων για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των εμβολίων για τη μητέρα, το έμβρυο και το νεογνό.
Αν και η νόσηση των παιδιών θεωρείται γενικά ελαφρύτερη από αυτή των ενηλίκων, ο κίνδυνος εμφάνισης πολυσυστηματικού φλεγμονώδους συνδρόμου (MIS-C), η πιθανότητα βαριάς νόσησης σε παιδιά με υποκείμενα νοσήματα και η προσπάθεια πρόληψης της διασποράς του ιού αποτελούν ισχυρούς παράγοντες υπέρ του εμβολιασμού τους με το εμβόλιο της Pfizer, το οποίο χορηγείται από την ηλικία των 12 ετών. Μελέτες με άλλα εμβόλια, αλλά και μελέτες σε μικρότερα παιδιά, βρίσκονται σε εξέλιξη.
Εμβολιασμός έναντι του SARSCoV- 2 συνιστάται και για τα άτομα που έχουν νοσήσει, μερικούς μήνες μετά τη νόσηση. Δεν συνιστάται έλεγχος αντισωμάτων πριν ή μετά τον εμβολιασμό ή τη νόσηση. Τα εμβόλια έναντι του ιού SARS-CoV-2 είναι γενικά αποτελεσματικά και ασφαλή και έχουν ελάχιστες αντενδείξεις χορήγησης.
Οι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν τοπικές και συστηματικές εκδηλώσεις, όπως πόνο στο σημείο χορήγησης, πυρετό, κόπωση και κεφαλαλγία, οι οποίες αντιμετωπίζονται με τη χορήγηση παρακεταμόλης. Προφυλακτική χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών και παρακεταμόλης πρέπει να αποφεύγεται λόγω της πιθανότητας να επηρεαστεί η ανοσολογική απάντηση στον εμβολιασμό.
Τα εμβόλια mRNA συσχετίζονται με τον σπάνιο κίνδυνο εμφάνισης μυοκαρδίτιδας, γενικά ήπιας και αναστρέψιμης. Δέον να τονισθεί ότι ο κίνδυνος μυοκαρδίτιδας από τον ιό είναι εξαπλάσιος σε σχέση με τον κίνδυνο από το εμβόλιο.
Τα εμβόλια ιικού φορέα συνδέονται με την εξαιρετικά σπάνια εμφάνιση ενός συνδρόμου ανοσολογικής αρχής που χαρακτηρίζεται από θρόμβωση με θρομβοπενία (VITT ή TTS). Επίσης, πιθανόν να συνδέονται με σύνδρομο Guillain-Barré. Σε κάθε περίπτωση, τα οφέλη του εμβολιασμού υπερβαίνουν κατά πολύ τον σπάνιο κίνδυνο εμφάνισης των ανωτέρω ανεπιθύμητων ενεργειών. Μοναδική αντένδειξη για τον εμβολιασμό αποτελούν οι σοβαρές ή άμεσες αλλεργικές αντιδράσεις στο εμβόλιο ή τα συστατικά του.
Άτομα με ιστορικό αναφυλακτικής αντίδρασης οποιουδήποτε είδους, άμεσης αλλεργικής αντίδρασης σε άλλα εμβόλια ή παρεντερική αγωγή ή αντένδειξη σε άλλο είδος εμβολίου για COVID-19, από αυτό που θα τους χορηγηθεί, πρέπει να παρακολουθούνται για 30 λεπτά μετά την έγχυση.
Ορισμένες παραλλαγές του ιού με παγκόσμια κατανομή θα μπορούσαν να διαφύγουν της προστασίας που παρέχουν τα εμβόλια. Αυτά παραμένουν αποτελεσματικά έναντι της παραλλαγής Alpha, αλλά εμφανίζουν ελαττωμένη αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της λοίμωξης από τις παραλλαγές Beta και Delta, αν και διατηρούν υψηλή αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της σοβαρής νόσησης από τις δυο τελευταίες παραλλαγές. Εξετάζεται η χορήγηση αναμνηστικής δόσης για βελτίωση της απόδοσης των εμβολίων, έναντι αυτών των στελεχών.
Σε κάθε περίπτωση, οι εμβολιασμένοι που μολύνονται φαίνεται ότι έχουν χαμηλότερο ιικό φορτίο και είναι μεταδοτικοί για πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τους ανεμβολίαστους (3-4 ημέρες έναντι 10 ημερών).
Τέλος, ας μην ξεχνάμε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση JAMA, η οποία έδειξε ότι ακόμα και οι νεαροί ανεμβολίαστοι δεν είναι άτρωτοι: 1 στους 5 χρειάσθηκε νοσηλεία σε Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας, 1 στους 10 διασωληνώθηκε και 1 στους 35 κατέληξε.
Τα εμβόλια είναι ασυγκρίτως ασφαλέστερα από τον ίδιο τον κορωνοϊό. Ας καταρρίψουμε, λοιπόν, τους μύθους που τα περιβάλλουν, προκρίνοντας την επιστημονικά τεκμηριωμένη αλήθεια.
Σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, η ανοσολογική απάντηση στις δύο δόσεις ενός εμβολίου mRNA είναι μειωμένη σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό και συνιστάται η χορήγηση και τρίτης δόσης τουλάχιστον 28 ημέρες μετά τη δεύτερη.
«Η ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΑΥΞΗΜΕΝΟ ΚΙΝΔΥΝΟ ΣΟΒΑΡΗΣ ΝΟΣΗΣΗΣ. ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΓΚΥΕΣ, ΟΙ ΘΗΛΑΖΟΥΣΕΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΖΟΥΝ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ ΝΑ ΕΜΒΟΛΙΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΕΜΒΟΛΙΟ mRNA»