Η υπερηχογραφική παρακολούθηση της κύησης
Παναγιώτης Αντσακλής
Μαιευτήρας / Γυναικολόγος,
Πανεπιστημιακός Υπότροφος Α’ Μ/Γ Κλινικής Παν/μίου Αθηνών
Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών, Ειδικός Ιατρικής Εμβρύου Συνεργάτης ΙΑΣΩ
Η υπερηχογραφία, μία ασφαλής, μη επεμβατική μέθοδος με μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια, παρέχει πολλές και σημαντικές πληροφορίες για το έμβρυο και την εγκυμοσύνη.
Το υπερηχογράφημα χρησιμοποιεί ακουστικά κύματα υψηλής συχνότητας για την απεικόνιση του εμβρύου και χρησιμοποιείται στην ιατρική τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια. Οι υπέρηχοι δεν εκπέμπουν ακτινοβολία, όπως π.χ. οι ακτινογραφίες, και μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι οι υπέρηχοι μπορεί να προκαλέσουν βλάβη στο έμβρυο.
Η εξέλιξη στον τομέα της τεχνολογίας δίνει τη δυνατότητα να απεικονίζουμε και να ελέγχουμε το έμβρυο ακόμα και σε τρεις διαστάσεις, οι γνωστές 3D εικόνες. Το λεγόμενο 4D υπερηχογράφημα αναφέρεται σε παρακολούθηση των κινήσεων του εμβρύου με 3D εικόνες.
Τα βασικά υπερηχογραφήματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι τα ακόλουθα:
- Το υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου:
Γίνεται μεταξύ 7ης – 9ης εβδομάδας κύησης και προσφέρει πληροφορίες για τον αριθμό των εμβρύων, τον καρδιακό ρυθμό του ή των εμβρύων και την ακριβή ηλικία κύησης. Επίσης, αποκλείει ή εντοπίζει έγκαιρα προβλήματα, όπως η εξωμήτριος κύηση και η παλίνδρομη κύηση (αποβολή), αλλά και πιο σπάνιες επιπλοκές, όπως μύλη κύηση.
- Το υπερηχογράφημα 11-13ης εβδομάδων:
Είναι το υπερηχογράφημα κατά το οποίο γίνεται η μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας του εμβρύου (Nuchal Translucency – NT) και σε συνδυασμό με άλλες υπερηχογραφικές μετρήσεις (ρινικό οστό, φλεβώδης πόρος, τριγλώχινα βαλβίδα, και παλαιότερα τη γωνία προσώπου του εμβρύου) και βιοχημικούς δείκτες (free-βhcG & PAPP-A) ελέγχεται με υψηλή ακρίβεια η πιθανότητα για σύνδρομο Down και για κάποιες άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Επίσης, ελέγχεται η ανατομία του εμβρύου για πιθανές ανωμαλίες, ενώ ελέγχεται και η πιθανότητα να αναπτύξει η έγκυος προεκλαμψία/πίεση στην εγκυμοσύνη, με την μέτρηση του Doppler των μητριαίων αγγείων της εγκύου, τα δημογραφικά στοιχεία της εγκύου και το ιατρικό και μαιευτικό ιστορικό της και τη μέτρηση κάποιων βιοχημικών δεικτών (PlGF – Placental Growth Factor).
- Το υπερηχογράφημα Β’ Επιπέδου:
Είναι το αναλυτικό υπερηχογράφημα της εγκυμοσύνης και κύριος σκοπός του είναι ο λεπτομερής έλεγχος της εμβρυϊκής ανατομίας. Ένα φυσιολογικό υπερηχογράφημα Β΄ επιπέδου μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο να έχει το έμβρυο κάποια σοβαρή συγγενή ανωμαλία, χωρίς όμως να τον εξαλείφει. Επίσης παρέχει πληροφορίες για την πιθανότητα πρόωρου τοκετού, καθώς και για την πιθανότητα να αναπτύξει η έγκυος προεκλαμψία/ πίεση στην εγκυμοσύνη, ενώ επανελέγχει και την πιθανότητα χρωμοσωμικών ανωμαλιών, κυρίως μέσω των ήπιων υπερηχογραφικών δεικτών (οι λεγόμενοι soft markers).
- Το υπερηχογράφημα ανάπτυξης του εμβρύου/Doppler:
Κατά το υπερηχογράφημα αυτό ελέγχεται η ανάπτυξη του εμβρύου (βιομετρικές μετρήσεις), η ποσότητα του αμνιακού υγρού, η ροή του αίματος στα αγγεία του εμβρύου, η θέση και η μορφολογία του πλακούντα και η κινητικότητα του εμβρύου. Ο συνδυασμός υπερηχογραφικών μετρήσεων με καρδιοτοκογραφικό έλεγχο αποτελεί το λεγόμενο βιοφυσικό προφίλ του εμβρύου.
Τρισδιάστατο υπερηχογράφημα (3D & 4D)
Η τεχνολογία μάς επιτρέπει πλέον να έχουμε τρισδιάστατη απεικόνιση του εμβρύου. Η τρισδιάστατη εικόνα (3D) προκύπτει από τη σύνθεση πολλών δισδιάστατων εικόνων. Στα περισσότερο εξελιγμένα μηχανήματα μπορούμε να βλέπουμε το έμβρυο τρισδιάστατο σε πραγματικό χρόνο (4D), δηλαδή να βλέπουμε τις κινήσεις του. Η συνηθισμένη δισδιάστατη υπερηχογραφική εικόνα μας δίνει τις πιο σημαντικές πληροφορίες για το έμβρυο. Σε κάποιες σπάνιες ανωμαλίες το τρισδιάστατο υπερηχογράφημα μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε καλύτερα ορισμένα όργανα, ωστόσο είναι το δισδιάστατο υπερηχογράφημα που βασικά θα μας κατευθύνει στη διάγνωσή μας. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της τρισδιάστατης υπερηχογραφίας είναι ότι μας δίνει την ευχαρίστηση να δούμε πιο «πραγματικές» εικόνες του εμβρύου στο φυσικό του περιβάλλον. Αυτό το πλεονέκτημα της 4D υπερηχογραφίας έχει χρησιμοποιηθεί από διάφορες μελέτες για τον καλύτερο έλεγχο της νευρολογικής ανάπτυξης του εμβρύου, σε μελέτες που έχει συμμετάσχει και το μαιευτήριο ΙΑΣΩ (μελέτη για τη νευροανάπτυξη του εμβρύου με 4D υπερηχογραφία με το KANET test – Kurjak’s Antenatal Neurodevelopmental test).
Επεμβατικές διαγνωστικές μέθοδοι
Η αμνιοπαρακέντηση (λήψη αμνιακού υγρού) και η λήψη τροφοβλάστης (λήψη βιοψίας από τον πλακούντα) είναι επεμβατικές μέθοδοι για τον έλεγχο των χρωμοσωμάτων του εμβρύου. Η λήψη τροφοβλάστης γίνεται από την 11η εβδομάδα της κύησης και μέχρι περίπου τη 14η εβδομάδα. Υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση μία λεπτή βελόνα εισέρχεται στον πλακούντα και λαμβάνεται υλικό (χοριακές λάχνες) για γενετικό έλεγχο. Αντίστοιχα, η αμνιοπαρακέντηση γίνεται από τη 16η εβδομάδα της κύησης και μετά. Υπό υπερηχογραφικό έλεγχο, μία λεπτή βελόνα εισέρχεται στον αμνιακό σάκο και λαμβάνεται αμνιακό υγρό. Και με τις δύο αυτές μεθόδους εξετάζεται ο αριθμός και η ακεραιότητα των χρωμοσωμάτων και αποκλείονται μείζονες ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Down. Επίσης, πλέον, γίνεται και πιο λεπτομερής έλεγχος που ονομάζεται μοριακός καρυότυπος. Ωστόσο, με τον έλεγχο αυτό δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθούν όλες οι ανωμαλίες και τo φυσιολογικό αποτέλεσμα δεν εγγυάται τη γέννηση υγιούς παιδιού. Τόσο στην αμνιοπαρακέντηση όσο και στη λήψη τροφοβλάστης υπάρχει ένας μικρός κίνδυνος αποβολής που ανέρχεται σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία σε 0,3%.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι με τον υπερηχογραφικό έλεγχο δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν όλες οι ανωμαλίες, ενώ υπάρχουν και νοσήματα που είναι αδύνατον να διαγνωστούν προγεννητικά. Αυτό δεν μειώνει την αξία της υπερηχογραφίας, που είναι απαραίτητη στην παρακολούθηση της κύησης και έχει καταστήσει δυνατή την έγκαιρη και ακριβή διάγνωση πολλών ανατομικών και χρωμοσωμικών ανωμαλιών του εμβρύου, καθώς και γενετικών συνδρόμων, αλλά και επιπλοκές της κύησης, όπως προεκλαμψία και πρόωρος τοκετός, βελτιώνοντας σημαντικά την έκβαση των κυήσεων.