Κληρονομικός καρκίνος του μαστού

Κληρονομικός καρκίνος του μαστού Φλωρεντία Φωστήρα, PhD
Κλινική Εργαστηριακή Γενετίστρια
ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος / Εργαστήριο Μοριακής Διαγνωστικής
Εξωτερική Επιστημονική Συνεργάτιδα Β’ Κλινικής Μαστού ΙΑΣΩ

 

Ο καρκίνος του μαστού είναι ανάμεσα στις πιο συχνές κακοήθειες που αναπτύσσουν οι γυναίκες του Δυτικού, ανεπτυγμένου κόσμου. Στη διάρκεια της ζωής τους οι γυναίκες έχουν, κατά προσέγγιση, 12% πιθανότητα να διαγνωστούν με κακοήθεια του μαστού.

Η αυξημένη ευαισθητοποίηση των γυναικών, η έγκαιρη διάγνωση, οι καλύτερες διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές και η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η οποία έχει βοηθήσει σημαντικά στην καλύτερη απεικόνιση και την κατανόηση των γενετικών και βιολογικών μηχανισμών που διέπουν την ανάπτυξη του καρκίνου, έχουν συμβάλλει στη σημαντική μείωση θνητότητας από καρκίνο του μαστού τα τελευταία χρόνια.

Η πλειονότητα των περιστατικών του καρκίνου του μαστού αποτελούν σποραδικές περιπτώσεις. Παρόλα αυτά, ένα μικρό ποσοστό, το οποίο κυμαίνεται περίπου στο 10-15%, έχει κληρονομική βάση και σχετίζεται σαφώς με την ύπαρξη παθογόνων γενετικών ευρημάτων σε σημαντικά γονίδια που έχουμε όλοι στο DNA μας. Τα καλύτερα μελετημένα γονίδια, των οποίων μεταλλάξεις προδιαθέτουν τουλάχιστον για καρκίνο του μαστού, αποτελούν τα γονίδια BRCA1 και BRCA2. Οι μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2 δύναται να εξηγήσουν κατά προσέγγιση το 1/3 των περιστατικών με σαφή οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού.

Οι γυναίκες που φέρουν παθογόνους μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2, έχουν ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στη διάρκεια της ζωής τους, ο οποίος έχει υπολογιστεί στο 70%. Επιπρόσθετα, οι γυναίκες αυτές αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών, ο οποίος υπολογίζεται σε 40% και 20% για τις μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2, αντίστοιχα.

Οι άνδρες με μεταλλάξεις σε αυτά τα γονίδια διατρέχουν σαφέστερα μικρότερο κίνδυνο από ότι οι γυναίκες, με τις μεταλλάξεις κυρίως του γονιδίου BRCA2, να σχετίζονται με αυξημένη προδιάθεση σε σχέση με αυτή του γενικού πληθυσμού στην ανάπτυξη καρκίνου του μαστού, του προστάτη και σπανιότερα, του παγκρέατος.

Πέραν των γονιδίων BRCA1 και BRCA2 και με τη βοήθεια της ανάπτυξης της τεχνολογίας στην αλληλούχηση του DNA, έχουν ταυτοποιηθεί σπάνιες μεταλλάξεις σε τουλάχιστον 10 ακόμα γονίδια, οι οποίες προδιαθέτουν στον καρκίνο του μαστού και άλλους τύπους καρκίνου, αλλά με διαφορετική δυναμική ή διεισδυτικότητα, όπως αναφέρεται ως επίσημος όρος στη γενετική.

Τα γονίδια αυτά διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτά που σχετίζονται με υψηλή και σε εκείνα που σχετίζονται με ενδιάμεση διεισδυτικότητα. Η πρώτη κατηγορία αφορά σε γονίδια, όπως τα TP53, CDH1, PTEN και STK11, μεταλλάξεις των οποίων είναι εξαιρετικά σπάνιες και ανιχνεύονται σε ~1% των ασθενών που αναλύονται. Συνήθως δε, συνοδεύονται και με διάγνωση πρόσθετων κακοηθειών μεταξύ των μελών μιας οικογένειας και χαρακτηρίζονται από μεγάλη διεισδυτικότητα, ήτοι μεγάλη πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου στη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου. Στην κατηγορία της ενδιάμεσης διεισδυτικότητας αναφέρονται γονίδια όπως τα PALB2, ATM, CHEK2, RAD51C, RAD51D, NBN και NF1, μεταλλάξεις των οποίων ανιχνεύονται σε ποσοστό που κυμαίνεται από 2-5% στα υπό εξέταση άτομα. Ο διά βίου κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού που σχετίζεται με τις μεταλλάξεις αυτών των γονιδίων, είναι δύο με πέντε φορές μεγαλύτερος από αυτόν του γενικού πληθυσμού, δηλαδή 25%-60%. Το ποσοστό αυτό εξαρτάται τόσο από το γονίδιο, όσο και από τη συγκεκριμένη γενετική βλάβη που ανιχνεύεται.

Ο γονιδιακός έλεγχος για την ανίχνευση των γενετικών βλαβών που προδιαθέτουν στον καρκίνο, είναι μία εξειδικευμένη εξέταση που δεν απευθύνεται στο γενικό πληθυσμό, αλλά προτείνεται σε άτομα που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια, όπως για παράδειγμα, νεαρή ηλικία διάγνωσης (<45 ετών), πολλαπλές (μη-μεταστατικές) διαγνώσεις στο ίδιο άτομο, πολλαπλά περιστατικά κακοήθειας στην οικογένεια, καθώς και εμφάνιση ιδιαίτερα σπάνιων τύπων κακοήθειας, όπως για παράδειγμα ο ανδρικός καρκίνος του μαστού. Προκειμένου να αξιολογηθεί αν κάποιο άτομο χρήζει γονιδιακού ελέγχου, πραγματοποιείται η λήψη οικογενειακού και ατομικού ιστορικού, σχεδιάζεται το γενεαλογικό δέντρο και συλλέγονται ιστολογικές εκθέσεις ή/και πρόσθετες ιατρικές εξετάσεις. Για το γονιδιακό έλεγχο κάθε επιλεγμένου εξεταζόμενου απαιτείται δείγμα περιφερικού αίματος, ενώ η διαδικασία είναι αντίστοιχη με εκείνη της λήψης αίματος για γενικές εξετάσεις αίματος.

Μέσω του γονιδιακού ελέγχου, είναι εφικτή η ταυτοποίηση των ατόμων που ανήκουν σε υψηλή ομάδα κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου του μαστού ή/και των ωοθηκών. Επομένως, στα άτομα αυτά προτείνεται εξατομικευμένη παρακολούθηση με συγκεκριμένες εξετάσεις, όπως για παράδειγμα η μαστογραφία, αλλά και μαγνητική μαστών, για την πρώιμη ανίχνευση κακοήθων όγκων στους μαστούς.

Εναλλακτικά, δίνεται και η δυνατότητα λήψης προληπτικών μέτρων, όπως είναι η προφυλακτική αφαίρεση μαστού, σαλπίγγων και ωοθηκών. Οι αποφάσεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται σε συνέχεια αναλυτικής ενημέρωσης τόσο από τον θεράποντα ιατρό, όσο και από εξειδικευμένο γενετιστή στον κληρονομικό καρκίνο, ενώ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η βούληση των ατόμων ως προς την τελική επιλογή.

Οι γονιδιακές αναλύσεις ανοίγουν έναν καινούργιο δρόμο προς την προσωποποιημένη ιατρική, όπου ο κάθε άνθρωπος λαμβάνει εξειδικευμένες υπηρεσίες υγείας, για τη διενέργεια των οποίων απαιτείται διεπιστημονική ομάδα.