Διαταραχές σίτισης στα παιδιά

Διαταραχές σίτισης στα παιδιά Κωνσταντίνος Σιαφάκας
Παιδίατρος – Γαστρεντερολόγος, Διευθυντής Γαστρεντερολογικού Τμήματος ΙΑΣΩ Παίδων

 

Η διάγνωση της διαταραχής σίτισης προβάλει όταν ένα παιδί δεν μπορεί ή αρνείται να καταναλώσει επαρκή ποσότητα ή ποικιλία τροφών για να καλύψει τις διατροφικές του ανάγκες. Η διαταραχή αυτή αποτελεί σοβαρό πρόβλημα τόσο για την οικογένεια, όσο και για τους επαγγελματίες υγείας.

Οι εκτιμήσεις για προβλήματα σίτισης κυμαίνονται από 25-45% σε παιδιά με φυσιολογική ψυχοκινητική ανάπτυξη και φτάνουν έως και στο 85% στα παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές (π.χ. αυτιστικό φάσμα).

Τα παιδιά με σιτιστικές διαταραχές που προσέρχονται στο γιατρό είναι συνήθως αυτά που η αύξησή τους (βάρος/ύψος) υπολείπεται, και λιγότερο αυτά που ο πάροχος φροντίδας (γονέας, γιαγιά, παππούς, οικιακή βοηθός) δυσκολεύεται στη σίτισή τους, αλλά η αύξησή τους διατηρείται σε φυσιολογικά επίπεδα.

Τα αίτια των διαταραχών σίτισης διακρίνονται σε οργανικά, όταν προκαλούνται από κάποια υποκείμενη οργανική νόσο και λειτουργικά, όταν οφείλονται σε δυσλειτουργικές συμπεριφορές. Πολλές φορές τα οργανικά αίτια με τις δυσλειτουργικές συμπεριφορές μπορεί να συνυπάρχουν, όπως η άρνηση λήψης τροφής που αρχικά μπορεί να προκληθεί από το αλγεινό ερέθισμα που δημιουργεί η οισοφαγίτιδα από γαστροοιοισοφαγική παλινδρόμηση. Στη συνέχεια μπορεί αυτή να επιτείνεται από την ψυχολογική αποστροφή προς τη σίτιση που επιδεικνύει το βρέφος όταν του ασκείται πίεση για να φάει.

Οι δυσλειτουργικές συμπεριφορές σίτισης μπορούν να διακριθούν σ’ αυτές που προέρχονται από την πλευρά του παρόχου φροντίδας και σ’ αυτές από την πλευρά του βρέφους ή του παιδιού. Οι δυσλειτουργικές συμπεριφορές σίτισης από την πλευρά του παρόχου φροντίδας περιλαμβάνουν την παράταση των γευμάτων (πάνω από 30 λεπτά), τη σίτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου, την εξάσκηση βίας κατά τη σίτιση, τη σίτιση που λαμβάνει χώρα μόνο με απόσπαση της προσοχής και τέλος τη μηχανιστική σίτιση, δηλαδή με απόλυτη χρονική ακρίβεια ανά τακτά χρονικά διαστήματα π.χ. κάθε 3 ώρες, παραβλέποντας την απουσία ενδείξεων πείνας από την πλευρά του παιδιού, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια να δοθεί καθορισμένη ποσότητα τροφής σε κάθε γεύμα.

Οι δυσλειτουργικές συμπεριφορές σίτισης από την πλευρά του βρέφους ή του παιδιού περιλαμβάνουν:

α) άρνηση αποδοχής τροφής, η οποία μπορεί να είναι γενικευμένη ή επιλεκτική: i) σε συγκεκριμένο τρόπο σίτισης (π.χ. σε μπιμπερό, κουτάλι) ii) σε συγκεκριμένο πάροχο φροντίδας (π.χ. να αρνείται τη σίτιση από τη μητέρα αλλά να την αποδέχεται από άλλους) iii) σε ορισμένη υφή τροφής (π.χ. να αρνείται τροφές που περιέχουν στερεά κομμάτια) iv) σε ορισμένο είδος τροφής (π.χ. το κρέας),

β) προσκόλληση σε ορισμένη υφή (π.χ. να τρώει μόνο λιωμένη τροφή) ή είδος τροφής (π.χ. να πίνει μόνο γάλα).

γ) απουσία αυτονόμησης της σίτισης όταν φθάσει στην κατάλληλη ηλικία.

Παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε εκδήλωση δυσλειτουργικών συμπεριφορών σίτισης αποτελούν οι παρακάτω:

Ανεπαρκής αύξηση: Ο πάροχος φροντίδας πιστεύει ότι η αύξηση του βρέφους ή του παιδιού είναι ανεπαρκής για την ηλικία του και καταλαμβάνεται από άγχος για το μικρό μέγεθός του.

Μεταβατική σίτιση: Η διαταραχή της σίτισης εμφανίζεται σαν άρνηση ή μειωμένη πρόσληψη τροφής όταν αλλάζει ο τρόπος σίτισης π.χ. άρνηση λήψης τροφής όταν γίνεται μετάβαση από το στήθος στο μπιμπερό, από το μπιμπερό στο κουτάλι, από πολτοποιημένες σε λιωμένες ή από λιωμένες σε στερεές τροφές.

Οργανικές παθήσεις: Στην περίπτωση αυτή η διαταραχή της σίτισης είναι αποτέλεσμα συνυπάρχουσας οργανικής πάθησης (γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, διαταραχές κατάποσης, αναπνευστική νόσος όπως βρογχοπνευμονική δυσπλασία, συγγενείς ανωμαλίες όπως λυκόστομα, λαγώχειλος).

Προβληματική σχέση παρόχου φροντίδας και βρέφους ή παιδιού: Στην περίπτωση αυτή ο πρώτος αποτυγχάνει ν΄ αντιληφθεί πότε το παιδί πραγματικά πεινάει, είτε γιατί δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματα πείνας που αυτό εκπέμπει, είτε γιατί ο ίδιος παρουσιάζει ψυχολογικές διαταραχές (άγχος, κατάθλιψη).

Μετατραυματική εμπειρία: Το παιδί έχει υποστεί μια τραυματική εμπειρία στη στοματική του κοιλότητα (βίαιη σίτιση, επεισόδια πνιγμού, τοποθέτηση ρινογαστρικού σωλήνα), η οποία επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο δέχεται ή αντιλαμβάνεται την τροφή και προσπαθεί να την αποφύγει.

Τα συμπτώματα δυσλειτουργικής σίτισης περιλαμβάνουν ανορεξία, άρνηση λήψης τροφής από την αρχή της σίτισης, κατακράτηση τροφής στο στόμα χωρίς να ακολουθεί κατάποση, έμετο, αναγούλα με τη λήψη ή ακόμη και τη θέα τροφής, μπιμπερό ή κουταλιού ή επίκληση κοιλιακού άλγους.

Η διερεύνηση και θεραπεία των δυσλειτουργικών διαταραχών σίτισης προϋποθέτει την παρακολούθηση από ομάδα ειδικών (παιδίατρο-γαστρεντερολόγο, λογοθεραπευτή ειδικευμένο στην κατάποση, εξειδικευμένο ακτινολόγο, ωτορινολαρυγγολόγο, διαιτολόγο, ψυχολόγο). Το πρώτο μέλημα είναι να αναγνωριστούν τυχόν υπάρχουσες οργανικές παθήσεις που οδηγούν στις διαταραχές αυτές πριν αποδοθούν αποκλειστικά σε συμπεριφορικά αίτια. Στη διερεύνηση, σημαντική συμβολή προσφέρουν η κινηματογράφηση της κατάποσης ή παρατήρηση της σίτισης από τον ειδικευμένο στην κατάποση λογοθεραπευτή και η συνέντευξη με εξειδικευμένο ψυχολόγο, με σκοπό τη χαρτογράφηση των συμπεριφορικών δυναμικών μεταξύ παρόχου φροντίδας και παιδιού.

Όταν τεθεί η διάγνωση της συμπεριφορικής δυσλειτουργίας, γίνεται εξήγηση στους γονείς, ότι η συμπεριφορά αποφυγής της τροφής από την πλευρά του παιδιού είναι συχνά μία αντίδραση στη συμπεριφορά των παρόχων φροντίδας κατά τη σίτιση που οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο. Δηλαδή, η άρνηση τροφής από την πλευρά του παιδιού οδηγεί σε παθολογική συμπεριφορά των γονέων κατά τη σίτιση, στη συνέχεια η συμπεριφορά αυτή ενισχύεται από την άρνηση του παιδιού, κοκ. Οι γονείς διδάσκονται ν’ αποφεύγουν όλες τις αναγνωρίσιμες παθολογικές συμπεριφορές σίτισης, να μην δίνουν έμφαση στο βάρος, να σταματήσουν να ζυγίζουν το παιδί ανά τακτά χρονικά διαστήματα, να αποφεύγουν την ενίσχυση των παθολογικών συμπεριφορών με δωροδοκία, τιμωρία ή εξηγήσεις, να μην εκφράζουν τα συναισθήματά τους σχετικά με τη συμπεριφορά σίτισης μπροστά στο παιδί και να αποφεύγουν να επεμβαίνουν στις επιλογές τροφών του παιδιού ή στην αυτονόμησή του.